ἀνάστασις, ἀναστάσεως, ἡ
γνῶσις, γνώσεως, ἡ
cf. γινώσκω : I know
δύναμις, δυνάμεως, ἡ
(dynamic)
θλῖψις, θλίψεως, ἡ
κλήσις, κλήσεως, ἡ
(√ καλ)
κρίσις, κρίσεως, ἡ
(critic)
παράκλησις, παρακλήσεως, ἡ
(Paraclete)
πίστις, πίστεως, ἡ
cf. πιστεύω : I believe
πόλις, πόλεως, ἡ
(Metropolis)